- ποδόγυρος
- ο1. το κάτω τμήμα φορέματος που γυρίζει προς τα μέσα: Ξηλώθηκε ο ποδόγυρός της.2. μτφ., η γυναίκα: Κυνηγά πολύ τον ποδόγυρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποδόγυρος — ο, Ν 1. ο γύρος, το κράσπεδο τού γυναικείου φορέματος 2. μτφ. το γυναικείο φύλο, οι γυναίκες («όλη μέρα τρέχει πίσω από τον ποδόγυρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδι + γύρος] … Dictionary of Greek
κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… … Dictionary of Greek
ποδογύρι — το, Ν ο ποδόγυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποδόγυρος κατά τα ουδ. σε ι] … Dictionary of Greek
Elena Nathanail — Élena Nathanaíl Élena Nathanaíl (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille … Wikipédia en Français
Élena Nathanaíl — (en grec : Έλενα Ναθαναήλ) était une actrice grecque née le 31 janvier 1947 à Néa Philadelphia, une ville de la banlieue d Athènes et décédée le 5 mars 2008 à Athènes. Biographie La famille paternelle d Élena Nathanaíl,… … Wikipédia en Français
γυροφούστανο — το ποδόγυρος τού φουστανιού … Dictionary of Greek
κράσπεδο — το (AM κράσπεδον) 1. το ακρότατο μέρος ενός πράγματος 2. το άκρο υφάσματος, η ούγια, ή ενδύματος, ο γύρος, ο ποδόγυρος (α. «η Φραγκογιαννού ετίναξε τα κράσπεδα τών ενδυμάτων της», Παπαδ. β. «ἥψατο τοῡ κρασπέδου τοῡ ἱματίου αὐτοῡ», ΚΔ) 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
τρικράσπεδος — ον, Α αυτός που έχει τριπλό κράσπεδο, δηλαδή τριπλό ποδόγυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κράσπεδον «ποδόγυρος»] … Dictionary of Greek
φραμπαλάς — και φαρμπαλάς και φαλμπαλάς και φερμπαλάς, ο, Ν 1. πλατιά πτυχωτή παρυφή γυναικείου φορέματος στο κάτω άκρο του, φαρδύς ποδόγυρος 2. μτφ. μεγαλόσωμη γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φραμπαλάς < φαρμπαλάς, με μετάθεση του ρ < φαλμπαλάς, με ανομοιωτική … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό του Λαογραφικού Πελοποννησιακού Ιδρύματος — Το Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα δημιουργήθηκε το 1974 από την ενδυματολόγο σκηνογράφο Ιωάννα Παπαντωνίου, με σκοπό τη μελέτη και την προβολή του πολιτισμού της νεότερης Ελλάδας. Η πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του ιδρύματος επιβραβεύτηκε το … Dictionary of Greek